- παραποδιος
- παραπόδιοςπαρα-πόδιοςдор. παρπόδιος 2лежащий у ног, т.е. имеющийся в наличии, настоящий Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπόδιος — ο / παραπόδιος και ποιητ. τ. παρπόδιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραπόδιο ζωολ. α) πλευρική προέκταση σε κάθε μεταμερές τού σώματος τών πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων το οποίο φέρει μεγάλον αριθμό μεταξωδών σμηρίγγων και χρησιμεύει στο ζώο … Dictionary of Greek
παρποδίου — παραπόδιος at the feet masc/fem/neut gen sg παρπόδιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parapodium — schematischer Querschnitt durch Nereis pelagica, Borsten und Muskeln des Parapodiums Als Parapodium (Latinisierung von altgriechisch παραπόδιος parapódios ‚vor den Füßen liegend‘)[1] bezeichnet man in der Biologie einen … Deutsch Wikipedia
παρπόδιος — ον, Α βλ. παραπόδιος … Dictionary of Greek